- ξυνήων
- ξυνήων, -ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α)1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.)2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος3. φρ. α) «ἑλκέων ξυνάονες» — άτομα που πάσχουν από την ίδια ασθένεια, τών ελκώνβ) ως επίθ. «ἅλα ξυνέωνα» — το αλάτι που τοποθετούσαν στο κοινό τραπέζι, σύμβολο τής φιλοξενίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήων / -ᾱων / -έων / -ών (για τις μορφές τής κατάλ. βλ. λ. κοιν-εών)].
Dictionary of Greek. 2013.